- ουρίαχος
- οὐρίαχος, ὁ (Α)1. το πίσω σιδερένιο άκρο τού δόρατος2. το τμήμα τής κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη4. τμήμα κουπιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή τού ουραχός*].
Dictionary of Greek. 2013.